αφέγγαρος

αφέγγαρος
η , ο , αφέγγής, ης, ες безлунный, тёмный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αφέγγαρος" в других словарях:

  • αφέγγαρος — η, ο ο χωρίς φεγγάρι («αφέγγαρη βραδιά») …   Dictionary of Greek

  • αφέγγαρος — η, ο ο χωρίς φεγγάρι, ο ασέληνος: Η νύχτα ήταν αφέγγαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασέληνος — η, ο ο χωρίς φεγγάρι, αφέγγαρος, σκοτεινός: Η νύχτα ήταν ασέληνη, σκοτεινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»